-
1 στεγαζον
-
2 στεγάζω
A = στέγω, cover,ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33
; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. ([voice] Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126
(Pergam., ii A.D.): metaph.,στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3
; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El. 781:—[voice] Pass.,στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr.CP1.12.3
, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη
roofed,PCair.Zen.
251.7 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγάζω
См. также в других словарях:
στεγάζω — ΝΜΑ [στέγη / στέγος] κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.) νεοελλ. 1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα… … Dictionary of Greek